- σεμνός
- -ή, -ό / σεμνός, -ή, -όν, ΝΜΑσοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ)νεοελλ.1. συνεσταλμένος, ντροπαλός2. συνετός, μετριόφροναςμσν.νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ συμβίου καὶ σεμνοῡ παιδίου», Γρηγ. Ναζ.)αρχ.1. (ιδίως για θεό ή θεά) άγιος, ιερός2. (για ημίθεο ή άνθρωπο) σεβαστός, σεβάσμιος (α. «τὸ σχῆμα σεμνὸς κοὐ ταπεινός», Ευρ. β. «οἱ σεμνότατοι ἐν ταῑς πόλεσιν», Πλάτ.)3. (με δοτ. σε θέση ποιητ. αιτίου) αυτός που είναι σεβαστός από κάποιον4. (για ανθρώπινα πράγματα) μεγαλοπρεπής, επιβλητικός, σπουδαίος («οἰκία τοῡ γείτονος οὐδὲν σεμνοτέρα», Δημοσθ.)5. λαμπρός, εξαιρετικός, πολυτελής («Πλοῡτον δὲ κοσμεῑν ἱματίοις σεμνοῑς πρέπει», Αριστοφ.)6. ευγενής («ἐπὶ τὸ σεμνὸν μιμεῑσθαι», Πλάτ.)7. ο εξαιρετικής ποιότητας, ο έξοχος («σεμνὸν βρῶμα», Αριστοφ.)8. (με κακή σημ.) υπερήφανος, αλαζόνας («σεμνώτερος καὶ φοβερώτερος», Ανδ.)9. ειρων. πομπώδης, σοβαροφανής («τὸ σεμνὸν ἄγαν καὶ τραγικόν», Αριστοτ.)10. το ουδ. ως ουσ. τὸ σεμνόν α) αγιότητα («τὸ σεμνὸν καὶ τὸ δαιμόνιον», Δημοσθ.)β) σεμνότηταγ) το φυτό άγνος11. φρ. α) «αἱ σεμναὶ θεαί» ή, απλώς, «Σεμναί» — οι Ερινύες, οι οποίες ονομάστηκαν έτσι, επειδή ενέπνεαν δέος («ὅπου θεῶν σεμνῶν ἕδραν λάβοιμι καὶ ξενόστασιν», Σοφ.)β) «τὸ σεμνὸν ὄνομα» — το όνομα τών σεμνών θεών, δηλαδή τών Ερινύωνγ) «σεμνὸν βάθρον» — το κατώφλι τού ναού τών Ερινύωνδ) «σεμνὰ τέλη» — οι τελετές που γίνονταν προς τιμή τών Ερινύωνε) «σεμνὸν ἄντρον» — το άντρο τού Χείρωνοςστ) «σεμνὸς δόμος» — ο ναός τού Απόλλωνοςζ) «σεμνὰ ἔργα» — τα έργα τών θεών η) «σεμνὸς βίος» — ζωή αφιερωμένη στους θεούςθ) «σεμνὰ φθέγγομαι» — μιλώ επαινετικάι) «σεμνόν ἐστι» — είναι σπουδαίο, είναι αξιόλογο να...επίρρ...σεμνώς / σεμνῶς ΝΜΑ, και σεμνά Νκατά τρόπο σεμνό, με σεμνότητα (α. «πρέπει να φέρεσαι σεμνά» β. «σεμνῶς κεκοσμημένος», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *σεβ-νός < θ. σεβ- τού σέβομαι* + επίθημα -νος (πρβλ. ἁγ-νός, τερπ-νός). Το επίθ. με αρχική σημ. «σοβαρός, ευπρεπής, σεβαστός» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον μεγαλοπρεπή, τον σπουδαίο, τον ευγενή, ενώ η σημ. τού επιθ. εξελίχθηκε «ἐπί κακῷ» στις έννοιες: «υπερήφανος, αλαζόνας» και ειρωνικά «πομπώδης, σοβαροφανής» (πρβλ. και τα σύνθ. σεμνόστομος, σεμνοτυφία)].
Dictionary of Greek. 2013.